- βαιός
- βαιός1 few, scanty
βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74
n. pl. pro subs., βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς i. e. brief P. 9.77
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74
n. pl. pro subs., βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς i. e. brief P. 9.77Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαιός — βαιός, ά, όν (Α) |. 1. μικρός, λίγος 2. ελλιπής, λιγοστός 3. ταπεινός 4. τιποτένιος, ποταπός 5. (για φωνή) χαμηλός, σιγανός 6. (για χρόνο) σύντομος II. (το ουδ. ως επίρρ.) βαιόν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
βαιός — little masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιά — βαιός little neut nom/voc/acc pl βαιά̱ , βαιός little fem nom/voc/acc dual βαιά̱ , βαιός little fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιότερον — βαιός little adverbial comp βαιός little masc acc comp sg βαιός little neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιοτέρων — βαιός little fem gen comp pl βαιός little masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιόν — βαιός little masc acc sg βαιός little neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιαί — βαιός little fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιοτάτη — βαιός little fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιοτάτους — βαιός little masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιοτέρη — βαιός little fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)